- μετακόσμησις
- μετακόσμησιςnew arrangementfem nom sgμετακοσμήσιςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετακόσμησις — μετακόσμησις, ἡ (Α) [μετακοσμώ] 1. μεταβολή, αλλαγή κατάστασης, νέα κατάταξη, νέα διάταξη, μεταρρύθμιση 2. μετατροπή, μεταμόρφωση, αλλαγή χαρακτήρα («γενόμενος κατ εὐχῆν ἀνὴρ ἐκ γυναικὸς ἀγνοῆσαι τὴν μετακόσμησιν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
μετακοσμήσει — μετακόσμησις new arrangement fem nom/voc/acc dual (attic epic) μετακοσμήσεϊ , μετακόσμησις new arrangement fem dat sg (epic) μετακόσμησις new arrangement fem dat sg (attic ionic) μετακοσμέω rearrange aor subj act 3rd sg (epic) μετακοσμέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακοσμήσεις — μετακόσμησις new arrangement fem nom/voc pl (attic epic) μετακόσμησις new arrangement fem nom/acc pl (attic) μετακοσμέω rearrange aor subj act 2nd sg (epic) μετακοσμέω rearrange fut ind act 2nd sg μετακοσμήσις fem nom/voc pl (attic epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακόσμησιν — μετακόσμησις new arrangement fem acc sg μετακοσμήσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακοσμήσεως — μετακοσμήσεω̆ς , μετακόσμησις new arrangement fem gen sg (attic) μετακοσμήσεω̆ς , μετακοσμήσις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακοσμήσῃ — μετακοσμήσηι , μετακόσμησις new arrangement fem dat sg (epic) μετακοσμέω rearrange aor subj mid 2nd sg μετακοσμέω rearrange aor subj act 3rd sg μετακοσμέω rearrange fut ind mid 2nd sg μετακοσμήσηι , μετακοσμήσις fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)